λέλε (επιφώνημα): ωχ ωχ (*έκφραση: “Με πήρε το λέλε”- Με έπιασαν στεναχώριες)
λαλώ: μιλώ, τραγουδώ
λιάρος: παρδαλός
λαφίνα: ελαφίνα
λέραβος: λερωμένος
λάιος: μαύρος (*από τραγούδι- “Μπήκαν κλέφτες στο μαντρί, μας έκλεψαν το λάι τ’ αρνί”)
λοζιάχνομαι: ξαπλώνω και σκεπάζομαι καλά
λουζιαμάρα: ακαταστασία
λουν: λάσπη
λέρα: βρωμιά
λιμπά: γεννητικά όργανα αρσενικού ζώου
λιγκέρ: τσίγγινο πιάτο που γανώνονταν
λυχνίζω: ξεχωρίζω το σιτάρι απο το άχυρο